Η Κινηση Πολιτων στο διαδικτυο


Το διαδικτυακό κανάλι της Κίνησης Πολιτών στο YouTube H Κίνηση Πολιτών στο Facebook Η Κίνηση Πολιτών στο Twitter

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Συνέντευξη του Χ.Κασίμη στην ΕΠΟΧΗ online

Αναρτήθηκε σήμερα 17/2/2013 η συνέντευξη του Χ.Κασίμη στην ιστοσελίδα Η ΕΠΟΧΗ online και την παραθέτουμε αυτούσια:
Η α­περ­γία των α­γρο­τών συ­νε­χί­ζε­ται και κα­θη­με­ρι­νά γι­νό­μα­στε μάρ­τυ­ρες των «δο­κι­μα­στι­κών» ε­πι­θέ­σεων των ΜΑΤ. Ο διά­λο­γος εί­ναι α­νύ­παρ­κτος. Και ό­μως η γεωρ­γία μπο­ρεί να συμ­βά­λει να βγού­με α­πό την κρί­ση, στην α­να­συ­γκρό­τη­ση της οι­κο­νο­μίας, στην α­ντι­στρο­φή του κλί­μα­τος. Στη συ­νέ­ντευ­ξη που α­κο­λου­θεί, ο κα­θη­γη­τής Χα­ρά­λα­μπος Κα­σί­μης φέρ­νει πλή­θος ε­πι­χει­ρη­μά­των που υ­πο­στη­ρί­ζουν τη θέ­ση αυ­τή, με πολ­λές προ­τά­σεις που την κά­νουν ε­φι­κτή. Δη­μιουρ­γεί­ται μια νέα α­γρο­τι­κό­τη­τα, που δεν πρέ­πει ε­που­δε­νί να χα­θεί. Εντού­τοις, η πο­λι­τι­κή εί­ναι τυ­φλή, δεν τη βλέ­πει.

Η πολιτική δεν έδωσε σημασία στη γεωργία

Τη συνέντευξη πήρε
ο Παύλος Κλαυδιανός


Η απεργία των αγροτών συνεχίζεται και καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες των «δοκιμαστικών» επιθέσεων των ΜΑΤ. Ο διάλογος είναι ανύπαρκτος. Και όμως η γεωργία μπορεί να συμβάλει να βγούμε από την κρίση, στην ανασυγκρότηση της οικονομίας, στην αντιστροφή του κλίματος. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο καθηγητής Χαράλαμπος Κασίμης φέρνει πλήθος επιχειρημάτων που υποστηρίζουν τη θέση αυτή, με πολλές προτάσεις που την κάνουν εφικτή. Δημιουργείται μια νέα αγροτικότητα, που δεν πρέπει επουδενί να χαθεί. Εντούτοις, η πολιτική είναι τυφλή, δεν τη βλέπει.


Άκουγα έναν αγρότη στο ραδιόφωνο να εκφράζει απορία, πώς είναι δυνατόν να λέει η κυβέρνηση ότι η γεωργία είναι ο τομέας που μπορεί να βοηθήσει αποφασιστικά να βγούμε από την κρίση, να ανασυγκροτηθεί η οικονομία και να μην μπορεί να τους δοθεί κάτι,έστω για την ενέργεια.
Έχει βάση το ερώτημα που θέτει ο αγρότης. Η πολιτική δεν έχει δώσει τη δέουσα σημασία στη γεωργία. Σ’ όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες, η γεωργία χάνει ιστορικά την οικονομική της βαρύτητα, είναι αναπόφευκτο. Το ερώτημα είναι αν μπορούμε να αντλήσουμε από τη γεωργία την προστιθέμενη αξία που είναι δυνατόν, να μεταποιήσουμε το γεωργικό προϊόν, να αναζητήσουμε αγορές, να αξιοποιηθούν τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και να συμβάλει στην εθνική οικονομία. Επιπλέον,στην περίοδο της κρίσης φαίνεται ότι η γεωργία αλλά και η ύπαιθρος – διαχωρίζω τους όρους, δεν τους ταυτίζω – απορροφούν πολύ καλύτερα τις επιπτώσεις, τους κραδασμούς της κρίσης απ’ ό,τι οι αστικές περιοχές. Παρουσιάζουν π.χ., χαμηλότερη ανεργία τόσο πριν, όσο και στην περίοδο της κρίσης. Επίσης, στην περίοδο της κρίσης εμφανίζουν μεταβολές αλλά και ευκαιρίες απασχόλησης. Φαίνεται, από την άλλη, ότι οι κάτοικοι της υπαίθρου αντιμετωπίζουν καλύτερα την ανθρωπιστική κρίση με την οποία είναι αντιμέτωπη η χώρα. Είναι τόσο η δυνατότητα παραγωγής και για ιδιοκατανάλωση όσο και το χαμηλότερο κόστος διαβίωσης που έχουν. Μπορεί η γεωργία να συμβάλει να βγούμε από την κρίση; Να συμβάλει, κατά κάποιο τρόπο, στην ανασυγκρότηση της οικονομίας και στην αντιστροφή του κλίματος; Κατά τη γνώμη μου ναι, αλλά δεν επαρκεί μόνο αυτή.

Πού θεμελιώνεται αυτή η άποψη;
Ήδη έχουμε κάποια πρώτα δείγματα. Πρώτον, βλέπουμε ήδη ότι αρχίζει και αντιστρέφεται η καθοδική πορεία τής συμβολής στο ΑΕΠ στην περίοδο της κρίσης. Η συμβολή του αγροτικού τομέα στο ΑΕΠ ήταν πτωτική, είχε φτάσει το 3% περίπου και στα περασμένα 3 χρόνια άρχισε να ανεβαίνει για να ξεπεράσει το 4%. Επηρεάζεται και από την πτώση των άλλων τομέων της οικονομίας βέβαια, καταγράφεται όμως και μια αύξηση των εξαγωγών την ίδια περίοδο. Τα περασμένα χρόνια έγιναν εγκλήματα στη γεωργία σ’ ό, τι αφορά τον προσανατολισμό και την οργάνωση της γεωργικής παραγωγής. Εισάγουμε, αν και χώρα με αυτάρκεια στο παρελθόν, το 40% των τροφίμων που καταναλώνουμε, με αποτέλεσμα η οικονομία να εμφανίζει έλλειμμα στο ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων και τροφίμων που ξεπερνάει τα 2 δισ. ευρώ. Θεωρώ ότι πρέπει να αναζητήσουμε και να αναδείξουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της γεωργίας μας και της υπαίθρου, την ποιότητα και την ταυτότητα των προϊόντων μας, αξιοποιώντας ή και δημιουργώντας νέους θεσμούς και νέες μορφές οργάνωσης της παραγωγής και εμπορίας των προϊόντων, ώστε να κεφαλαιοποιήσουμε τα θετικά της ελληνικής ιδιαιτερότητας.
Μιλάω, λοιπόν, για προϊόντα που έχουν ποιότητα, που έχουν ταυτότητα. Αυτή η δυνατότητα δεν έχει αξιοποιηθεί. Ο προσανατολισμός μας ήταν μέχρι τώρα κυρίως σε προϊόντα που δεν μπορούν επ’ ουδενί να καταστήσουν την Ελλάδα ανταγωνιστική. Το μέγεθος της εκμετάλλευσης και άλλα διαρθρωτικά προβλήματα δεν μας επιτρέπουν να κτίσουμε, πχ, συγκριτικό πλεονέκτημα σ’ αυτά που λέμε αγροτικά ‘εμπορεύματα’/commodities. Να στοχεύσουμε σε προϊόντα τα οποία η ελληνική γη παρήγαγε με ποιότητα και μπορούν να τοποθετηθούν στις διεθνείς αγορές, αλλά και να αντικαταστήσουν εισαγόμενα. Εξασφαλίζοντας καλύτερη τιμή μέσω της ποιότητας μπορείς να ξεπεράσεις και το αυξημένο κόστος παραγωγής. Χρειάζεται, όμως, και μια πολιτική ηγεσία να υποστηρίζει μια τέτοια προσπάθεια με τα κατάλληλα μέτρα πολιτικής, να δίνει κίνητρα και όχι να δημιουργεί αντικίνητρα για να είναι κανείς παραγωγικός και δημιουργικός στη γεωργία και την ύπαιθρο.

Αναφέρθηκες στην ανάγκη δημιουργίας νέων θεσμών.
Να πάμε ένα βήμα πέρα από τη συζήτηση για τους απαξιωμένους συνεταιρισμούς. Να χτίσουμε καινούργιους συνεταιρισμούς, καινούργιους θεσμούς συλλογικής αξιοποίησης αυτών των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που ανέφερα. Χρειαζόμαστε ‘αγροσυνέργειες’ τόσο στην παραγωγή όσο και στην μεταποίηση και εμπορία των προϊόντων. Ειδικά στην εμπορία ένα ποσοστό της παραγόμενης αξίας αποσπάται από τους εμπόρους-μεσάζοντες, με αποτέλεσμα υψηλές τιμές για τον καταναλωτή και χαμηλές για τον παραγωγό. Απάντηση εδώ είναι η καλύτερη οργάνωση - κυρίως - παραγωγών και καταναλωτών. Στα χρόνια της κρίσης παρατηρούμε τη συγκρότηση νέων θεσμών, εναλλακτικών δικτύων, που επιχειρούν να παρακάμψουν τους μεσάζοντες. Πάντα στην κρίση γεννιούνται νέες πρωτοβουλίες, νέοι θεσμοί, νέα πράγματα. Το ζητούμενο είναι να γίνουν δημιουργικά και να μετατραπούν σε θεσμούς με σταθερότητα. Να αποτελέσουν μορφές αντίστασης, ανθεκτικότητας και δυναμικού μετασχηματισμού στις νέες συνθήκες, ώστε να ξεπεράσει και ο αγροτικός τομέας και η κοινωνία τα βάρη που συσσωρεύει η κρίση.

Το δυναμικό που διαθέτουμε στην ύπαιθρο, μπορεί να διεκπεραιώσει αυτό το φιλόδοξο σχέδιο;
Ο αγροτικός χώρος χαρακτηρίζεται από ένα συνεχή μετασχηματισμό και από πολλαπλές κινητικότητες, που τώρα μπορούν να του δώσουν μια νέα πνοή. Ακούμε συχνά για το περίφημο διαρθρωτικό πρόβλημα και τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής γεωργίας (μικρό μέγεθος, δημογραφικό πρόβλημα, μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων, ανορθολογική διαχείριση των κοινοτικών πόρων κοκ). Έχουμε όμως, τώρα, μερικές ενδιαφέρουσες εξελίξεις με την κρίση, οι οποίες πρέπει να αξιοποιηθούν από την πολιτική, να στηριχθούν με μέτρα. Η πολιτική τής περασμένης εικοσαετίας δεν εκμεταλλεύτηκε την ΚΑΠ προς τη σωστή κατεύθυνση και δεν υποστήριξε τη δημογραφική και διαρθρωτική ανασυγκρότηση στο βαθμό που χρειαζόταν τόσο η γεωργία όσο και η ύπαιθρος. Παρά την εισροή δισεκατομμυρίων από την ΚΑΠ, οι διαρθρωτικές αλλαγές ήταν μάλλον αναντίστοιχες των απαιτήσεων, ενώ συχνά οι πόροι που συνόδευαν τα μέτρα πολιτικής υπηρετούσαν πελατειακές σκοπιμότητες και όχι στόχους πολιτικής. Θα τολμούσα να πω ότι η όποια δημογραφική και διαρθρωτική ανανέωση μάλλον ήταν το αποτέλεσμα μιας ιστορικής συγκυρίας που έφερε εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες στην χώρα, οι οποίοι προσέφεραν ένα πολυπληθές, φθηνό εργατικό δυναμικό και προσωρινά συνέβαλαν στην ‘αποσόβηση’ μιας, από καιρό αναμενόμενης κρίσης, στην γεωργία.
Αυτό λειτούργησε για τα περασμένα είκοσι χρόνια. Με τις πτωτικές τάσεις στις τιμές των προϊόντων και την αύξηση του κόστους παραγωγής αργότερα - γιατί μετά από μερικά χρόνια παρουσίας και νομιμοποίησης των μεταναστών δημιουργήθηκαν πιέσεις για αύξηση των μισθών – στα χρόνια της κρίσης έχουμε κάποιες εσωτερικές ανακατατάξεις. Υπάρχει τάση επιστροφής μελών του νοικοκυριού στη γεωργία και είσοδος φθηνότερων εργατικών χεριών μεταναστών από χώρες όπως το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν και η Βουλγαρία, οι οποίοι εισέρχονται στη χώρα και μετακινούνται εποχικά ‘πιέζοντας’ τα μεροκάματα. Οι πιο ευάλωτοι στον αγροτικό χώρο στα χρόνια της κρίσης είναι οι Αλβανοί συγκριτικά με τους άλλους μετανάστες. Οι περισσότεροι Αλβανοί είναι νόμιμοι, ενταγμένοι, έχουν οικογένεια και, ως εκ τούτου, υφίστανται δύο πιέσεις: αυτή του κόστους της ένταξής τους, από τα πάνω, και αυτή του ακόμα φθηνότερου μη νόμιμου εργατικού δυναμικού, από τα κάτω.

Με την κρίση τι νέο βλέπουμε λοιπόν;
Η ύπαιθρος αρχίζει να συγκρατεί ένα νεανικό πληθυσμό, ο οποίος τις περασμένες δεκαετίες είχε αναπτύξει μια κοινωνική αποστροφή προς τη γεωργία και την εργασία στην ύπαιθρο, ενώ τώρα διερευνά τις προοπτικές της γεωργίας και της υπαίθρου. Τα πρώτα δύο χρόνια της κρίσης μάλιστα παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού που απασχολείται στη γεωργία, ενώ αργότερα πέφτει, όπως και στην υπόλοιπη οικονομία. Αυτή η εξέλιξη, όμως, χρειάζεται υποστήριξη με μέτρα πολιτικής. Δεν αρκούν τα ευχολόγια και οι επικοινωνιακές εξαγγελίες, αλλά πολιτικές με περιεχόμενο.

Υπάρχει δηλαδή και επιστροφή στη γεωργία;
Πρώτον, ένα κομμάτι (αφορά εσωτερικά στον πληθυσμό της υπαίθρου) επιστρέφει στη γεωργία τώρα με την ανεργία και την κρίση. Νέες και νέοι που είχαν στραφεί σε άλλες απασχολήσεις, αλλά και άλλα μέλη του νοικοκυριού των οποίων η έξοδος είχε διευκολυνθεί από την παρουσία των μεταναστών, ενώ παράλληλα εμφανίζεται μια σημαντική αποχώρηση άλλων, συμβοηθούντων μελών του νοικοκυριού. Υπάρχουν, με άλλα λόγια, πολλαπλών κατευθύνσεων μετακινήσεις.
Δεύτερον, εμφανίζονται μετακινήσεις αστικού πληθυσμού προς τη γεωργία. Δηλαδή, αυτό που συμβαίνει στον αγροτικό χώρο την τελευταία πενταετία, είναι ενδιαφέρουσες κινητικότητες εντός του, αλλά και μεταξύ αγροτικού και αστικού χώρου. Όλα αυτά διαμορφώνουν αυτό που περιγράφεται ως μια ‘νέα αγροτικότητα’ με γεωργικά παραγωγικά, αλλά και μεταπαραγωγικά, χαρακτηριστικά. Στον αγροτικό χώρο πλέον δεν ασκείται μόνο γεωργία, αλλά και άλλες δραστηριότητες. Η ύπαιθρος δε, γίνεται η ίδια ένα ‘καταναλωτικό αγαθό’ και αποκτά και μεταπαραγωγικές χρήσεις. Ο πρωτογενής τομέας δεν είναι πλέον ο κύριος εργοδότης στην ύπαιθρο, είναι ο τριτογενής. Ενώ παράλληλα παρατηρούμε τα περασμένα χρόνια μιαν αύξηση αστικού πληθυσμού, ο οποίος ασκεί γεωργική δραστηριότητα που πλησιάζει το 1/3 των απασχολούμενων στη γεωργία.

Έτσι προσδιορίζεις τη διαφορά γεωργίας και υπαίθρου;
Η διαφορά είναι, όπως είπα παραπάνω, ότι η γεωργία έχασε την πρωτοκαθεδρία στις αγροτικές περιοχές όσον αφορά την απασχόληση και την πήραν οι υπηρεσίες. Αυτό δεν ακυρώνει τη σημασία της, αλλά νομίζω ότι η ματιά μας προς την ύπαιθρο πρέπει να είναι πιο ανοιχτή και όχι μονοτομεακή. Δηλαδή, να δούμε πώς θα διαμορφώσουμε πολιτικές που θα στηρίξουν το εισόδημα των νοικοκυριών της υπαίθρου, που δεν θα περιορίζονται σε πολιτικές μόνο για τη γεωργία. Ιστορικά η ελληνική ύπαιθρος είχε μια ‘πολυσθένεια’, υψηλούς δείκτες πολυαπασχόλησης (30% των αρχηγών είχε εξωγεωργική απασχόληση και το 40% του εισοδήματος του νοικοκυριού ήταν εξωγεωργικό) και μια συμπληρωματικότητα δραστηριοτήτων.Πρόσφατη έρευνα, εν τω μεταξύ, απέδειξε ότι απέναντι στη φτώχεια είναι πιο ευάλωτα τα γεωργικά απ’ ό,τι τα παλυαπασχολούμενα νοικοκυριά. Δεν είναι σημαντικό να το έχει αυτό υπόψη της η πολιτική σήμερα;

Το νέο δυναμικό που έρχεται στο γεωργικό τομέα τον ανανεώνει δημογραφικά, είναι δυναμικό κομμάτι, φέρνει νέες ιδέες;
Τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι αυτές οι κινητικότητες συνδέονται με μια καλύτερη δημογραφική και εκπαιδευτική κατάσταση των νεοεισερχόμενων. Είναι πολύ σημαντικό ως προς την αναζήτηση νέων μεθόδων, νέων μορφών οργάνωσης, νέων προϊόντων. Το ένα τρίτο δεν είχε καμία απασχόληση την προηγούμενη χρονιά, αλλά επιστρέφουν και πρώην δημόσιοι υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, εργαζόμενοι σε κατασκευές που είτε έμειναν άνεργοι, είτε αποχώρησαν, είτε συνταξιοδοτήθηκαν. Μια έρευνα της ΚΑΠΑ Research βρίσκει ότι, σε μεγάλο ποσοστό, αυτοί που θέλουν να επιστρέψουν έχουν κάποια σχέση με την ύπαιθρο, κατοικία, κληρονομιά κτλ. Η ύπαιθρος στα χρόνια της κρίσης μετατρέπεται σε θερμοκήπιο ιδεών και πρωτοβουλιών και σε καταφύγιο. Το πρόβλημα είναι ότι δεν συνοδεύεται αυτό και από πολιτικές υποστήριξης. Η επιστροφή στην ύπαιθρο πρέπει να είναι καλά προετοιμασμένη, με υποστήριξη, σχεδιασμένη. Διαφορετικά κινδυνεύει να αποτύχει.

Εκδηλώνεται αυτή η στήριξη; Πώς αποτιμάται;
Όχι ουσιαστικά. Πριν ένα χρόνο περίπου, επί υπουργίας Σκανδαλίδη, ανακοινώθηκε η διάθεση 100.000 εκταρίων για νέους που ενδιαφέρονται να ασχοληθούν με την γεωργία. Στη συνέχεια φάνηκε ότι δεν υπήρχε σοβαρή υποστήριξη και μάλιστα μέρος της γης ήταν προβληματικού ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Δεν υπήρξε ουσιαστική πρόοδος. Δεν θα λύσει, βέβαια, αυτό το πρόβλημα. Το ζητούμενο είναι να υποστηριχθούν οι επιστρέφοντες με συγκεκριμένα και σαφή μέτρα. Ασφαλώς χρειάζονται και μέτρα ενίσχυσης, οργάνωσης σ’ όλα τα επίπεδα του αγροτικού πληθυσμού, για να μην τον ξεχνάμε, ο οποίος αντιμετωπίζει όχι μόνο τις συνέπειες της κρίσης και του μνημονίου, αλλά και τα γενικότερα προβλήματα του αγροτικού τομέα.

Ποια η εκτίμησή σου για τα ζητήματα που έχουν τεθεί σ’ αυτή την απεργία;
Οι αγρότες δεν είναι μια ενιαία κοινωνικο-επαγγελματική κατηγορία. Υπάρχουν σοβαρές διαφοροποιήσεις. Κάποια προβλήματα είναι κοινά, άλλα όχι. Προ κρίσης αυξήθηκε το κόστος παραγωγής λόγω της αύξησης του κόστους των εισροών στην παραγωγή, γεγονός που με τις πτωτικές τιμές στα αγροτικά προϊόντα οδήγησε σε μια καθοδική πορεία του γεωργικού εισοδήματος. Να επισημάνω ότι μεταξύ 2000 – 2009, κατά την Eurostat, είχαμε μείωσή του περίπου 17%, όταν σε άλλες χώρες υπήρχε αύξηση. Μεταξύ 2009 – 2012 καταγράφεται δεύτερη πτώση 11%, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη υπήρχε μέση αύξηση 7,5%. Αυτά δυσχέραναν την κατάσταση. Έρχεται όμως και η κρίση με τα μέτρα της και αυξάνει τις τιμές των εισροών, του πετρελαίου, των πρώτων υλών, αλλά δημιουργεί και προβλήματα ρευστότητας στη χρηματοδότηση της παραγωγής. Οι αγρότες τα είπαν όλα αυτά πολύ καλά τις τελευταίες μέρες και μάλιστα με τρόπο που δείχνει ότι μια νέα γενιά συνδικαλιστών/εκπροσώπων του αγροτικού κινήματος αναδεικνύεται.

Πώς, λοιπόν, μπορείς να μετατρέψεις τον αγροτικό τομέα σε ατμομηχανή της ανάκαμψης;
Με μέτρα πολιτικής που πραγματικά θα του δώσουν ανάσα να μπορέσει να παίξει το ρόλο του. Διαφορετικά, θα πνιγούν οι αγρότες και οι πρωτοβουλίες τους στην ύφεση και στα αδιέξοδα της πολιτικής του μνημονίου. Σε κάθε περιοχή αυτό εμφανίζεται και με διαφορετικούς τρόπους. Εδώ θέλω να επαναφέρω την αξία τού να έχουμε μια πιο σφαιρική ματιά στη γεωργία και στην ύπαιθρο. Η ΚΑΠ το επιχειρεί, δεν δίνει όμως την αναγκαία σημασία και αυτό φαίνεται στην άνιση κατανομή των πόρων μεταξύ Πυλώνα Ι και Πυλώνα ΙΙ. Εμείς, λοιπόν, αφενός πρέπει να στηρίξουμε την ποιοτική γεωργία και νέες μορφές οργάνωσης της παραγωγής και εμπορίας και αφετέρου να αξιοποιήσουμε αναπτυξιακά τις δυνατότητες της ελληνικής υπαίθρου ενισχύοντας συνέργειες και συμπληρωματικότητες.
Να αξιοποιήσουμε, λοιπόν, τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας, παραγωγής, παράδοσης κλπ, σε μια δύσκολη περίοδο για τη χώρα. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να πάμε με τη συμβατική παραγωγική λογική στο μέλλον. Χρειαζόμαστε ένα άλλο υπόδειγμα, άλλες μορφές συλλογικής οργάνωσης και μια νέα αγροτική επιχειρηματικότητα, που θα τη χαρακτηρίζει η καινοτομία και η εξωστρέφεια. Τα αρνητικά τής ΚΑΠ έχουν αναλυθεί, και ξέρουμε ότι χρησιμοποιήθηκε από το πολιτικό σύστημα περισσότερο με όρους πελατειακούς, με προχειρότητα και ως κοινωνική, επιδοματική πολιτική, που έδωσε μια νοοτροπία δημοσιοϋπαλληλική στον αγρότη. Σε άλλες χώρες, με τις ίδιες αδυναμίες της ΚΑΠ, τα αποτελέσματα ήταν αναμφίβολα καλύτερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: